σφαῖρα

σφαῖρα
σφαῖρα
Grammatical information: f.
Meaning: `sphere, ball, balls in a boxing-glove, globe' (Od.).
Compounds: Compp., e.g. σφαιρο-ειδής `spherical' (IA.), ἐπί-σφαιρα n. pl. `leather coating of boxing-balls, boxing-gloves', also of the cover of the point of a sword (Plb., Plu.).
Derivatives: 1. σφαιρ-ηδόν `like a ball, sphere' (Ν 204 a. o.) 2. -ίον dimin. (Pl. Ep., hell. a. late). 3. -εύς m. des. of young men in Sparta (after the boxing-gloves; Paus., inscr.; Bosshardt 75). 4. -ικός (Archyt., Arist. etc.; Chantraine Études 131 f.), -ειος (Arist.-comm.) `spherical'. 5. -ῖτις κυπάρισσος (Gal.; after the form of the fruits?, cf. Redard 77); *-ίτης (ἄρτος) in Lat. spaerīta m. kind of cake (Cato; Leumann Sprache 1, 206 = Kl. Schr. 173). 6. -ών, -ῶνος m. `round fishing-net' (Opp.), 7. -ίζω (ἀντι-, δια-, συν-) `to play at ball' (Att.; φαιρίδδειν σφαιρίζειν H.) with -ισις (Arist.), -ισμός (Artem.), -ισμα (Eust.) `ball-game', -ιστής `ball-player', -ιστικός `belonging to a ball-game', -ιστήριον `ball-court, -house', -ίστρα `id.' (hell. a. late). 8. -όομαι, -όω (ἀπο-, δια-, ἐν-) `to be round, to round off, to provide with a round edge' (X., Arist., hell. a. late) with -ωμα `rounded body' (Arist. a.o.), -ωσις `sphere-formation' (late), -ωτήρ, -ῆρος m. "rounded object", `knob, bulb or such' (Tab. Heracl., hell. pap.); s. Solmsen IF 31, 492ff.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Formation like πεῖρα, σπεῖρα, μοῖρα a.o. (s. vv. w. lit.). -- No agreement outside Greek. If prop. referring to the quick movement of a ball, one could connect σφαῖρα to σπαίρω a. cognates; s. v. w. further lit. Attempts, to explains the variation σπ- σφαῖρα σφ-, in Hiersche Ten. aspiratae 196 f. [improbable] Cf. also σφῦρα, σφυρόν and σπύραθοι, σπυράδες [Pre-Greek]. -- From σφαῖρα Syr. êspērō, Aethiop. ṣpīr (Schwyzer 159 a. 161), Arm. sp`er̄ (from where Georg. spero; Bailey Trans. Phil. Soc. 1945, 28). On σφαῖρα in gen. s. Hommel Gymn. 56, 201 ff., S. Mendner Das Ballspiel im Leben der Völker (Münster 1956) 77ff. -- Connection with σπαίρω is improbable.
Page in Frisk: 2,826-827

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφαῖρα — ball fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… …   Dictionary of Greek

  • σφαίρα — η 1. βλήμα όπλου: Τον βρήκε μια σφαίρα στο κεφάλι. 2. (γεωμ.), είδος στερεού σώματος που όλα τα σημεία της επιφάνειάς του απέχουν εξίσου από το κέντρο. 3. μτφ., κάθε σώμα με σχήμα σφαιρικό: Γήινη σφαίρα. 4. περιοχή δράσης ή δικαιοδοσίας: Η Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφαίρα — σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc/acc dual (ionic) σφαί̱ρᾱ , σφαῖρα ball fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαίρᾳ — σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric aeolic) σφαί̱ρᾱͅ , σφαῖρα ball fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υδρόγειος σφαίρα — Το στερεό και το ρευστό μαζί τμήμα της Γης, χωρίς την ατμόσφαιρα. Το σχήμα της υ. είναι σχεδόν σφαιρικό, πιεσμένο στους πόλους και εξογκωμένο στον Ισημερινό (ελλειψοειδές). Εάν θεωρήσουμε ως βάση την επιφάνεια της θάλασσας, τότε το ψηλότερο… …   Dictionary of Greek

  • σφαῖραι — σφαῖρα ball fem nom/voc pl σφαῖρα ball fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαῖραν — σφαῖρα ball fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημισφαίριο — Όρος που σημαίνει το ένα από τα δύο ίσα μέρη σφαίρας ή σφαιροειδούς σώματος. (Αστρον.) Είναι κάθε ένα από τα δύο ίσα μέρη στα οποία χωρίζει ο ουράνιος ισημερινός την ουράνια σφαίρα. Τα δύο αυτά μέρη λέγονται βόρειο και νότιο η., ενώ τα δύο η. στα …   Dictionary of Greek

  • σφαιρικός — ή, ό / σφαιρικός, ή, όν, ΝΜΑ [σφαίρα] 1. αυτός που έχει σχήμα σφαίρας, σφαιροειδής («σφαιρικό σώμα») 2. αυτός που ανήκει στη σφαίρα, ο σχετικός με τη σφαίρα («σφαιρική επιφάνεια») νεοελλ. 1. μτφ. ολόπλευρος («έγινε σφαιρική αντιμετώπιση τού… …   Dictionary of Greek

  • ουρανός — Για τον γήινο παρατηρητή, είναι ο ημισφαιρικός θόλος που φαινομενικά ορίζει το διάστημα και στον οποίο προβάλλονται κατά τη νύχτα οι ορατοί αστέρες. Ο. αποκαλείται και ό,τιδήποτε έχει το σχήμα του ουράνιου θόλου, όπως οροφή ή στέγη σε σχήμα θόλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”